- μαντζούνι
- το(λ. τουρκ.), πρακτικό φάρμακο για διάφορες θεραπείες: Έφτιαχνε μαντζούνια για όλες τις αρρώστιες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαντζούνι — το βλ. ματζούνι … Dictionary of Greek
έκλειγμα — το (AM ἔκλειγμα) φάρμακο με πολτώδη σύσταση (με μέλι στα συστατικά του) το οποίο γλείφει και καταπίνει ο ασθενής, το μαντζούνι … Dictionary of Greek
ματζούνι — και μαντζούνι, το φάρμακο για εσωτερική χρήση, πυκνόρρευστο και κολλώδες, από λεπτές σκόνες με σιρόπι, μέλι ή υγρή ρητίνη, το έκλειγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. macun] … Dictionary of Greek
magiun — MAGIÚN s.n. Pastă alimentară consistentă obţinută prin fierberea şi terciuirea prunelor sau, p.ext., a altor fructe (fără adaos de zahăr). – Din tc. macun. Trimis de claudia, 16.09.2003. Sursa: DEX 98 MAGIÚN s. (reg.) dulceaţă, (Transilv.)… … Dicționar Român